- αβγομάνα
- η1. το γνήσιο ή τεχνητό αβγό που τοποθετείται στη φωλιά κότας για να τήν προσελκύει σε ωοτοκία2. αβγοκουλούρα3. μεγάλο αβγό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβγομάνα — η 1. η ωοθήκη της κότας. 2. το προσφώλι, το αβγό δηλ. που μένει πάντα στη φωλιά της κότας. 3. μεγάλο αβγό: Αυτό δεν ήταν αβγό, ήταν αβγομάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
απότοκος — η, ο (AM ἀπότοκος, ον) αυτός που γεννιέται, πηγάζει ή προέρχεται από κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το απότοκο κ. απόκοτο η αβγομάνα, το αβγό που μένει στη φωλιά για να προσελκύεται η κότα και να γεννάει εκεί … Dictionary of Greek